1. Λέξη
    ηνωμένες (επίθετο) - (παρόμοια: ηνωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ενωμένες
    • συγκεντρωμένες
    • ενιαίες
    3
  3. Αντώνυμα
    • διαιρεμένες
    • χωρισμένες
    • αποσυνδεδεμένες
    3
  4. Ορισμός
    • Ενωμένες: που έχουν ενωθεί ή συγκεντρωθεί σε μια ενιαία ομάδα ή οντότητα.
    • Ενωμένες: που βρίσκονται σε μια κατάσταση ενότητας ή συνοχής.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι ενωμένες προσπάθειες των κατοίκων οδήγησαν στην επιτυχία του έργου.
    • Οι ενωμένες δυνάμεις των χωρών κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση.
    2