Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηνωμένες (επίθετο) - (παρόμοια:
ηνωμένος
)
Συνώνυμα
ενωμένες
συγκεντρωμένες
ενιαίες
3
Αντώνυμα
διαιρεμένες
χωρισμένες
αποσυνδεδεμένες
3
Ορισμός
Ενωμένες: που έχουν ενωθεί ή συγκεντρωθεί σε μια ενιαία ομάδα ή οντότητα.
Ενωμένες: που βρίσκονται σε μια κατάσταση ενότητας ή συνοχής.
2
Παραδείγματα
Οι ενωμένες προσπάθειες των κατοίκων οδήγησαν στην επιτυχία του έργου.
Οι ενωμένες δυνάμεις των χωρών κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση.
2