Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ηνωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ηνωμένες
-
ενωμένος
-
χωμένος
-
ηλικιωμένος
-
οργανωμένος
-
μεμονωμένος
-
πιωμένος
-
απομονωμένος
-
θυμωμένος
-
ηττημένος
-
λερωμένος
-
παγωμένος
-
αγχωμένος
-
ματωμένος
-
ιδρωμένος
-
εξουθενωμένος
)
Συνώνυμα
ενωμένος
συγκεντρωμένος
ενιαίος
ολοκληρωμένος
4
Αντώνυμα
διαιρεμένος
χωρισμένος
αποσυντεθειμένος
απομονωμένος
4
Ορισμός
Που έχει ενωθεί ή συγχωνευθεί σε ένα σύνολο.
Που χαρακτηρίζεται από ενότητα και ομοψυχία.
Που δεν έχει διαιρεθεί ή χωριστεί.
3
Παραδείγματα
Οι ενωμένες προσπάθειες τους οδήγησαν σε επιτυχία.
Η ενωμένη οικογένεια αντιμετώπισε τα προβλήματα μαζί.
Μια ενωμένη Ευρώπη είναι ο στόχος πολλών πολιτικών.
3