Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θέαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θέα
-
θέση
)
Συνώνυμα
θέα
παρατήρηση
επισκόπηση
3
Αντώνυμα
αγνόηση
απροσεξία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να βλέπει κανείς κάτι.
Μια οπτική εμπειρία ή εικόνα που παρατηρείται.
2
Παραδείγματα
Η θέαση του ηλιοβασιλέματος ήταν μαγευτική.
Η θέαση της ταινίας διήρκεσε δύο ώρες.
2