Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θέση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θέσω
-
θέαση
)
Συνώνυμα
θέση
κατάσταση
θέση εργασίας
θέση σταθερότητας
4
Αντώνυμα
αθέτηση
αστάθεια
απροθυμία
3
Ορισμός
Η θέση αναφέρεται στη φυσική ή μεταφορική θέση κάποιου ή κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια θέση εργασίας ή σε μια κοινωνική θέση.
2
Παραδείγματα
Η θέση του τραπεζιού στη γωνία του δωματίου είναι ιδανική.
Κέρδισε μια υψηλή θέση στην εταιρεία λόγω της σκληρής του δουλειάς.
2