1. Λέξη
    θέση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θέσω - θέαση)
  2. Συνώνυμα
    • θέση
    • κατάσταση
    • θέση εργασίας
    • θέση σταθερότητας
    4
  3. Αντώνυμα
    • αθέτηση
    • αστάθεια
    • απροθυμία
    3
  4. Ορισμός
    • Η θέση αναφέρεται στη φυσική ή μεταφορική θέση κάποιου ή κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
    • Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια θέση εργασίας ή σε μια κοινωνική θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η θέση του τραπεζιού στη γωνία του δωματίου είναι ιδανική.
    • Κέρδισε μια υψηλή θέση στην εταιρεία λόγω της σκληρής του δουλειάς.
    2