Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θέρετρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
φέρετρο
-
θέατρο
)
Συνώνυμα
περιοχή διακοπών
θερινό καταφύγιο
καλοκαιρινό θέρετρο
3
Αντώνυμα
χειμερινό θέρετρο
πόλη
αστική περιοχή
3
Ορισμός
Μια περιοχή ή πόλη που είναι δημοφιλής για διακοπές, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
Ένας τόπος όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για να ξεκουραστούν και να απολαύσουν τη φύση κατά τη θερινή περίοδο.
2
Παραδείγματα
Το Ναύπλιο είναι ένα δημοφιλές θέρετρο για τους Έλληνες το καλοκαίρι.
Πολλοί τουρίστες επισκέπτονται το θερινό θέρετρο για να διαφύγουν τη ζέστη της πόλης.
2