1. Λέξη
    θέρετρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: φέρετρο - θέατρο)
  2. Συνώνυμα
    • περιοχή διακοπών
    • θερινό καταφύγιο
    • καλοκαιρινό θέρετρο
    3
  3. Αντώνυμα
    • χειμερινό θέρετρο
    • πόλη
    • αστική περιοχή
    3
  4. Ορισμός
    • Μια περιοχή ή πόλη που είναι δημοφιλής για διακοπές, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
    • Ένας τόπος όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για να ξεκουραστούν και να απολαύσουν τη φύση κατά τη θερινή περίοδο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το Ναύπλιο είναι ένα δημοφιλές θέρετρο για τους Έλληνες το καλοκαίρι.
    • Πολλοί τουρίστες επισκέπτονται το θερινό θέρετρο για να διαφύγουν τη ζέστη της πόλης.
    2