Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φέρετρο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θέρετρο
-
φέρει
)
Συνώνυμα
νεκροφόρα
σορός
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μεταλλικό ή ξύλινο κιβώτιο στο οποίο τοποθετείται το πτώμα ενός νεκρού για την ταφή του.
Συσκευή ή δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά νεκρών.
2
Παραδείγματα
Το φέρετρο ήταν στολισμένο με λουλούδια.
Οι συγγενείς παρακολούθησαν τη μεταφορά του φερέτρου στο νεκροταφείο.
2