Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θέσω (ρήμα) - (παρόμοια:
θέση
)
Συνώνυμα
τοποθετώ
βάζω
στήνω
3
Αντώνυμα
αφαιρώ
απομακρύνω
βγάζω
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση.
Καθιστώ κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή θέση.
2
Παραδείγματα
Θα θέσω το βιβλίο στο ράφι.
Ο δάσκαλος θέτει ερωτήσεις στους μαθητές.
2