Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θανάσιμος (επίθετο) - (παρόμοια:
βάσιμος
-
αβάσιμος
)
Συνώνυμα
μοιραίος
θανατηφόρος
καταστροφικός
3
Αντώνυμα
ζωτικός
ζωογόνος
αθάνατος
3
Ορισμός
Που οδηγεί στο θάνατο ή σχετίζεται με αυτόν.
Που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο ή την καταστροφή.
2
Παραδείγματα
Η θανάσιμη πληγή τον έστειλε στο νοσοκομείο.
Η θανάσιμη ασθένεια προκάλεσε μεγάλη θλίψη στην οικογένεια.
2