1. Λέξη
    θανάσιμος (επίθετο) - (παρόμοια: βάσιμος - αβάσιμος)
  2. Συνώνυμα
    • μοιραίος
    • θανατηφόρος
    • καταστροφικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζωτικός
    • ζωογόνος
    • αθάνατος
    3
  4. Ορισμός
    • Που οδηγεί στο θάνατο ή σχετίζεται με αυτόν.
    • Που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο ή την καταστροφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η θανάσιμη πληγή τον έστειλε στο νοσοκομείο.
    • Η θανάσιμη ασθένεια προκάλεσε μεγάλη θλίψη στην οικογένεια.
    2