1. Λέξη
    βάσιμος (επίθετο) - (παρόμοια: αβάσιμος - βιώσιμος - θανάσιμος)
  2. Συνώνυμα
    • σταθερός
    • ασφαλής
    • αξιόπιστος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αβάσιμος
    • ασταθής
    • αναξιόπιστος
    3
  4. Ορισμός
    • Είναι κάτι που στηρίζεται σε σοβαρά επιχειρήματα ή αποδείξεις.
    • Που μπορεί να στηριχθεί ή να βασιστεί πάνω του.
    • Που έχει νόμιμη ή ηθική βάση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η θεωρία του είναι βάσιμη σε επιστημονικά δεδομένα.
    • Οι φόβοι του ήταν βάσιμοι μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν.
    • Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν βάσιμη σύμφωνα με το νόμο.
    3