Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βάσιμος (επίθετο) - (παρόμοια:
αβάσιμος
-
βιώσιμος
-
θανάσιμος
)
Συνώνυμα
σταθερός
ασφαλής
αξιόπιστος
3
Αντώνυμα
αβάσιμος
ασταθής
αναξιόπιστος
3
Ορισμός
Είναι κάτι που στηρίζεται σε σοβαρά επιχειρήματα ή αποδείξεις.
Που μπορεί να στηριχθεί ή να βασιστεί πάνω του.
Που έχει νόμιμη ή ηθική βάση.
3
Παραδείγματα
Η θεωρία του είναι βάσιμη σε επιστημονικά δεδομένα.
Οι φόβοι του ήταν βάσιμοι μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν βάσιμη σύμφωνα με το νόμο.
3