1. Λέξη
    θαυμαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θαυμαστός - θαυμασμός)
  2. Συνώνυμα
    • θαυμαστής
    • λατρευτής
    • οπαδός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αντίπαλος
    • κριτικός
    • αποστάτης
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που θαυμάζει κάποιον ή κάτι, που εκφράζει θαυμασμό ή λατρεία.
    • Αυτός που ακολουθεί με ενθουσιασμό κάποιον ή κάτι, ιδιαίτερα στον χώρο της τέχνης, της μουσικής κ.λπ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο θίασος είχε πολλούς θαυμαστές που τον επευφημούσαν.
    • Είναι γνωστός θαυμαστής της κλασικής μουσικής.
    2