Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θαυμαστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θαυμαστός
-
θαυμασμός
)
Συνώνυμα
θαυμαστής
λατρευτής
οπαδός
3
Αντώνυμα
αντίπαλος
κριτικός
αποστάτης
3
Ορισμός
Αυτός που θαυμάζει κάποιον ή κάτι, που εκφράζει θαυμασμό ή λατρεία.
Αυτός που ακολουθεί με ενθουσιασμό κάποιον ή κάτι, ιδιαίτερα στον χώρο της τέχνης, της μουσικής κ.λπ.
2
Παραδείγματα
Ο θίασος είχε πολλούς θαυμαστές που τον επευφημούσαν.
Είναι γνωστός θαυμαστής της κλασικής μουσικής.
2