1. Λέξη
    θαυμαστός (επίθετο) - (παρόμοια: θαυμαστής - θαυμασμός - μαστός - θαυματουργός - θαυματοποιός)
  2. Συνώνυμα
    • εξαιρετικός
    • υπέροχος
    • εξωτικός
    • καταπληκτικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • άσχημος
    • κακός
    • απαίσιος
    • συνηθισμένος
    4
  4. Ορισμός
    • Πολύ καλός ή εντυπωσιακός.
    • Αξιοθαύμαστος, που προκαλεί θαυμασμό.
    • Εξαιρετικός σε ποιότητα ή εμφάνιση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ηλιοβασίλεμα ήταν πραγματικά θαυμαστό.
    • Έκανε μια θαυμαστή δουλειά στην παρουσίαση του.
    • Η θέα από το βουνό ήταν θαυμαστή.
    3