Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θαυμαστός (επίθετο) - (παρόμοια:
θαυμαστής
-
θαυμασμός
-
μαστός
-
θαυματουργός
-
θαυματοποιός
)
Συνώνυμα
εξαιρετικός
υπέροχος
εξωτικός
καταπληκτικός
4
Αντώνυμα
άσχημος
κακός
απαίσιος
συνηθισμένος
4
Ορισμός
Πολύ καλός ή εντυπωσιακός.
Αξιοθαύμαστος, που προκαλεί θαυμασμό.
Εξαιρετικός σε ποιότητα ή εμφάνιση.
3
Παραδείγματα
Ο ηλιοβασίλεμα ήταν πραγματικά θαυμαστό.
Έκανε μια θαυμαστή δουλειά στην παρουσίαση του.
Η θέα από το βουνό ήταν θαυμαστή.
3