1. Λέξη
    θέλημα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θέλμα - μέλημα - θελημα - θέληση)
  2. Συνώνυμα
    • επιθυμία
    • βούληση
    • προαίρεση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απροθυμία
    • αδιαφορία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα ενός ανθρώπου να επιλέγει και να ενεργεί σύμφωνα με τις δικές του αποφάσεις.
    • Η επιθυμία ή η πρόθεση να επιτευχθεί κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το θέλημά του ήταν τόσο δυνατό που κανένας δεν μπορούσε να τον σταματήσει.
    • Χωρίς θέλημα, κανένας στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί.
    2