1. Λέξη
    θεσμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δεσμός - θερμός)
  2. Συνώνυμα
    • νομοθεσία
    • θεσμικό πλαίσιο
    • κανονισμός
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναρχία
    • αθεσμία
    • αταξία
    3
  4. Ορισμός
    • Ένα σύστημα κανόνων ή θεσμών που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά σε μια κοινωνία.
    • Ένας επίσημος ή εγκεκριμένος τρόπος δράσης ή διαδικασίας.
    • Μια θεσμοθετημένη πρακτική ή παράδοση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δημοκρατικός θεσμός στηρίζεται στην αρχή της ισότητας.
    • Ο γάμος είναι ένας κοινωνικός θεσμός που υπάρχει σε όλους τους πολιτισμούς.
    • Οι θεσμοί της χώρας εξασφαλίζουν την τήρηση του νόμου.
    3