Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεσμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δεσμός
-
θερμός
)
Συνώνυμα
νομοθεσία
θεσμικό πλαίσιο
κανονισμός
3
Αντώνυμα
αναρχία
αθεσμία
αταξία
3
Ορισμός
Ένα σύστημα κανόνων ή θεσμών που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά σε μια κοινωνία.
Ένας επίσημος ή εγκεκριμένος τρόπος δράσης ή διαδικασίας.
Μια θεσμοθετημένη πρακτική ή παράδοση.
3
Παραδείγματα
Ο δημοκρατικός θεσμός στηρίζεται στην αρχή της ισότητας.
Ο γάμος είναι ένας κοινωνικός θεσμός που υπάρχει σε όλους τους πολιτισμούς.
Οι θεσμοί της χώρας εξασφαλίζουν την τήρηση του νόμου.
3