1. Λέξη
    δεσμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δεσμά - θεσμός - δεσμεύω)
  2. Συνώνυμα
    • σύνδεσμος
    • σχέση
    • συγγένεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσύνδεση
    • απομόνωση
    • αποξένωση
    3
  4. Ορισμός
    • Μια σύνδεση ή σχέση μεταξύ ανθρώπων ή πραγμάτων.
    • Ένα φυσικό ή χημικό στοιχείο που συνδέει άτομα ή μόρια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δεσμός μεταξύ των δύο φίλων ήταν πολύ δυνατός.
    • Ο χημικός δεσμός μεταξύ υδρογόνου και οξυγόνου σχηματίζει το νερό.
    2