Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δεσμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δεσμά
-
θεσμός
-
δεσμεύω
)
Συνώνυμα
σύνδεσμος
σχέση
συγγένεια
3
Αντώνυμα
αποσύνδεση
απομόνωση
αποξένωση
3
Ορισμός
Μια σύνδεση ή σχέση μεταξύ ανθρώπων ή πραγμάτων.
Ένα φυσικό ή χημικό στοιχείο που συνδέει άτομα ή μόρια.
2
Παραδείγματα
Ο δεσμός μεταξύ των δύο φίλων ήταν πολύ δυνατός.
Ο χημικός δεσμός μεταξύ υδρογόνου και οξυγόνου σχηματίζει το νερό.
2