Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θεότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θερμότητα
-
νεότητα
)
Συνώνυμα
θεία φύση
θειότητα
θεϊκότητα
3
Αντώνυμα
θνητότητα
ανθρωπότητα
2
Ορισμός
Η ιδιότητα του θεού ή της θεάς, η θεϊκή φύση.
Η υπερβατική και αιώνια ύπαρξη που χαρακτηρίζει τους θεούς.
Η ιερότητα και η υπερφυσική δύναμη που αποδίδεται σε μια θεότητα.
3
Παραδείγματα
Η θεότητα του Δία ήταν αναμφισβήτητη στην αρχαία ελληνική θρησκεία.
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν στη θεότητα του Φαραώ.
Η θεότητα της Αθηνάς συμβόλιζε τη σοφία και τη στρατηγική.
3