1. Λέξη
    θεότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θερμότητα - νεότητα)
  2. Συνώνυμα
    • θεία φύση
    • θειότητα
    • θεϊκότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • θνητότητα
    • ανθρωπότητα
    2
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του θεού ή της θεάς, η θεϊκή φύση.
    • Η υπερβατική και αιώνια ύπαρξη που χαρακτηρίζει τους θεούς.
    • Η ιερότητα και η υπερφυσική δύναμη που αποδίδεται σε μια θεότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η θεότητα του Δία ήταν αναμφισβήτητη στην αρχαία ελληνική θρησκεία.
    • Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν στη θεότητα του Φαραώ.
    • Η θεότητα της Αθηνάς συμβόλιζε τη σοφία και τη στρατηγική.
    3