Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νεότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θεότητα
-
νευρικότητα
-
νομιμότητα
)
Συνώνυμα
φρεσκάδα
ζωντάνια
νεανικότητα
3
Αντώνυμα
γηρατειά
παλαιότητα
βαρύτητα
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του νέου, η φυσική ή ψυχική ευεξία που χαρακτηρίζει τη νεαρή ηλικία.
Η κατάσταση του να είναι κάποιος νέος σε ηλικία ή πνεύμα.
Η φρεσκάδα και η ενέργεια που συνδέονται με τη νεότητα.
3
Παραδείγματα
Η νεότητα του έδινε μια αίσθηση ατελείωτων δυνατοτήτων.
Παρά τα χρόνια που πέρασαν, διατηρούσε ακόμα την νεότητα του πνεύματος.
Η νεότητα είναι μια περίοδος ζωής γεμάτη όνειρα και προσδοκίες.
3