1. Λέξη
    νεότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θεότητα - νευρικότητα - νομιμότητα)
  2. Συνώνυμα
    • φρεσκάδα
    • ζωντάνια
    • νεανικότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • γηρατειά
    • παλαιότητα
    • βαρύτητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του νέου, η φυσική ή ψυχική ευεξία που χαρακτηρίζει τη νεαρή ηλικία.
    • Η κατάσταση του να είναι κάποιος νέος σε ηλικία ή πνεύμα.
    • Η φρεσκάδα και η ενέργεια που συνδέονται με τη νεότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η νεότητα του έδινε μια αίσθηση ατελείωτων δυνατοτήτων.
    • Παρά τα χρόνια που πέρασαν, διατηρούσε ακόμα την νεότητα του πνεύματος.
    • Η νεότητα είναι μια περίοδος ζωής γεμάτη όνειρα και προσδοκίες.
    3