1. Λέξη
    θηρευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χορευτής)
  2. Συνώνυμα
    • κυνηγός
    • θαλασσόλυκος
    • καταδιώκτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • θύμα
    • λεία
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που ασχολείται με το κυνήγι ζώων.
    • Πρόσωπο ή οργανισμός που αναζητά κάτι με επιμονή.
    • Μεταφορικά, αυτός που καταδιώκει με σκοπό να βλάψει ή να εκμεταλλευτεί.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο θηρευτής πέρασε ώρες κρυμμένος για να πιάσει το θήραμά του.
    • Οι θηρευτές τροφίμων συχνά ταξιδεύουν σε απομακρυσμένες περιοχές για να βρουν σπάνια είδη.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, ο θηρευτής θεωρούνταν άνθρωπος με μεγάλη υπομονή και δεξιότητες.
    3