Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θηρευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
χορευτής
)
Συνώνυμα
κυνηγός
θαλασσόλυκος
καταδιώκτης
3
Αντώνυμα
θύμα
λεία
2
Ορισμός
Αυτός που ασχολείται με το κυνήγι ζώων.
Πρόσωπο ή οργανισμός που αναζητά κάτι με επιμονή.
Μεταφορικά, αυτός που καταδιώκει με σκοπό να βλάψει ή να εκμεταλλευτεί.
3
Παραδείγματα
Ο θηρευτής πέρασε ώρες κρυμμένος για να πιάσει το θήραμά του.
Οι θηρευτές τροφίμων συχνά ταξιδεύουν σε απομακρυσμένες περιοχές για να βρουν σπάνια είδη.
Στην αρχαία Ελλάδα, ο θηρευτής θεωρούνταν άνθρωπος με μεγάλη υπομονή και δεξιότητες.
3