1. Λέξη
    χορευτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: χορευτικός - θηρευτής)
  2. Συνώνυμα
    • χορογράφος
    • χορευτικός καλλιτέχνης
    • χορευτικό μέλος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακίνητος
    • ακινητοποιημένος
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ασχολείται με τον χορό, είτε επαγγελματικά είτε ως χόμπι.
    • Μέλος μιας χορευτικής ομάδας ή παράστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο χορευτής εκτέλεσε μια εντυπωσιακή παράσταση στο θέατρο.
    • Η χορεύτρια προπονείται καθημερινά για τον ερχόμενο διαγωνισμό.
    2