Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θλίβω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνθλίβω
)
Συνώνυμα
συνθλίβω
πιέζω
στριμώχνω
3
Αντώνυμα
ανακουφίζω
απαλύνω
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Πιέζω κάτι με δύναμη, προκαλώντας του βλάβη ή παραμόρφωση.
Προκαλώ σωματικό ή ψυχικό πόνο σε κάποιον.
Δημιουργώ δυσκολίες ή προβλήματα σε κάποιον.
3
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος θλίβει το χαρτί με τα δάχτυλα του.
Η απώλεια του αγαπημένου της ζώου την έθλιψε βαθιά.
Οι οικονομικές δυσκολίες θλίβουν πολλούς ανθρώπους σήμερα.
3