Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνθλίβω (ρήμα) - (παρόμοια:
συντρίβω
-
θλίβω
)
Συνώνυμα
συντρίβω
θλίβω
πιέζω
συμπιέζω
4
Αντώνυμα
ανακουφίζω
απαλύνω
χαλαρώνω
3
Ορισμός
Πιέζω κάτι με δύναμη, προκαλώντας την καταστροφή ή παραμόρφωσή του.
Προκαλώ ψυχική οδύνη ή θλίψη σε κάποιον.
Συγκεντρώνω ή συμπιέζω κάτι σε μικρότερο χώρο.
3
Παραδείγματα
Ο οδηγός συνέθλιψε το κουτί με τα πόδια του.
Η είδηση της απώλειας συνέθλιψε την οικογένεια.
Οι εργάτες συνέθλιψαν τα μεταλλικά σκουπίδια για ανακύκλωση.
3