1. Λέξη
    θρέμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στρέμμα)
  2. Συνώνυμα
    • ζώο
    • κτήνος
    • πλάσμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • άνθρωπος
    • θεός
    2
  4. Ορισμός
    • Ζώο που εκτρέφεται από τον άνθρωπο για διάφορους σκοπούς.
    • Πλάσμα που ζει υπό την προστασία ή την επιμέλεια κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πρόβατο είναι ένα κοινό θρέμμα στην ελληνική ύπαιθρο.
    • Ο γερο-Δημήτρης είχε πολλά θρέμματα στο αγρόκτημά του.
    2