Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θρέμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρέμμα
)
Συνώνυμα
ζώο
κτήνος
πλάσμα
3
Αντώνυμα
άνθρωπος
θεός
2
Ορισμός
Ζώο που εκτρέφεται από τον άνθρωπο για διάφορους σκοπούς.
Πλάσμα που ζει υπό την προστασία ή την επιμέλεια κάποιου.
2
Παραδείγματα
Το πρόβατο είναι ένα κοινό θρέμμα στην ελληνική ύπαιθρο.
Ο γερο-Δημήτρης είχε πολλά θρέμματα στο αγρόκτημά του.
2