1. Λέξη
    στρέμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στέμμα - θρέμμα - στρέιτ - στρέψω - στρώμα - στρέφω)
  2. Συνώνυμα
    • περιοχή
    • έκταση
    2
  3. Αντώνυμα
    • σημείο
    • στιγμή
    2
  4. Ορισμός
    • Μονάδα μέτρησης εμβαδού, ισοδύναμη με 1.000 τετραγωνικά μέτρα.
    • Κτήμα ή έκταση γης που μετριέται σε στρέμματα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αγρός έχει έκταση δέκα στρέμματα.
    • Αγόρασα ένα στρέμμα γης για να φτιάξω το σπίτι μου.
    2