Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρέμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στέμμα
-
θρέμμα
-
στρέιτ
-
στρέψω
-
στρώμα
-
στρέφω
)
Συνώνυμα
περιοχή
έκταση
2
Αντώνυμα
σημείο
στιγμή
2
Ορισμός
Μονάδα μέτρησης εμβαδού, ισοδύναμη με 1.000 τετραγωνικά μέτρα.
Κτήμα ή έκταση γης που μετριέται σε στρέμματα.
2
Παραδείγματα
Ο αγρός έχει έκταση δέκα στρέμματα.
Αγόρασα ένα στρέμμα γης για να φτιάξω το σπίτι μου.
2