1. Λέξη
    θρέφω (ρήμα) - (παρόμοια: αναθρέφω)
  2. Συνώνυμα
    • διατροφή
    • εκτρέφω
    • αναθρέφω
    • διατηρώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • λιμοκτονώ
    • αποθρέφω
    • αφήνω να λιμοκτονήσει
    3
  4. Ορισμός
    • Παρέχω τροφή σε κάποιον ή κάτι για να μεγαλώσει ή να ζήσει.
    • Εξασφαλίζω τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη ή την επιβίωση.
    • Καλλιεργώ ή αναπτύσσω κάτι, όπως μια ιδέα ή ένα συναίσθημα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι γονείς θρέφουν τα παιδιά τους με αγάπη και φροντίδα.
    • Ο αγρότης θρέφει τα ζώα του με φρέσκο χορτάρι.
    • Η μουσική θρέφει την ψυχή.
    3