Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θρέφω (ρήμα) - (παρόμοια:
αναθρέφω
)
Συνώνυμα
διατροφή
εκτρέφω
αναθρέφω
διατηρώ
4
Αντώνυμα
λιμοκτονώ
αποθρέφω
αφήνω να λιμοκτονήσει
3
Ορισμός
Παρέχω τροφή σε κάποιον ή κάτι για να μεγαλώσει ή να ζήσει.
Εξασφαλίζω τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη ή την επιβίωση.
Καλλιεργώ ή αναπτύσσω κάτι, όπως μια ιδέα ή ένα συναίσθημα.
3
Παραδείγματα
Οι γονείς θρέφουν τα παιδιά τους με αγάπη και φροντίδα.
Ο αγρότης θρέφει τα ζώα του με φρέσκο χορτάρι.
Η μουσική θρέφει την ψυχή.
3