1. Λέξη
    αναθρέφω (ρήμα) - (παρόμοια: ανατρέφω - θρέφω)
  2. Συνώνυμα
    • μεγαλώνω
    • εκτρέφω
    • αναπαράγω
    • διατροφή
    4
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • παραμελώ
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτρέφω και μεγαλώνω κάποιον ή κάτι, ιδιαίτερα ένα παιδί ή ένα ζώο.
    • Παρέχω τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη και την ευημερία κάποιου ή κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά αναθρέφει τα εγγόνια της με πολλή αγάπη.
    • Ο κτηνοτρόφος αναθρέφει τα ζώα του με υψηλής ποιότητας τροφή.
    2