Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναθρέφω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανατρέφω
-
θρέφω
)
Συνώνυμα
μεγαλώνω
εκτρέφω
αναπαράγω
διατροφή
4
Αντώνυμα
αφήνω
παραμελώ
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Εκτρέφω και μεγαλώνω κάποιον ή κάτι, ιδιαίτερα ένα παιδί ή ένα ζώο.
Παρέχω τις απαραίτητες συνθήκες για την ανάπτυξη και την ευημερία κάποιου ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά αναθρέφει τα εγγόνια της με πολλή αγάπη.
Ο κτηνοτρόφος αναθρέφει τα ζώα του με υψηλής ποιότητας τροφή.
2