Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θυσιάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
θυσιάζω
-
θυσιάζομαι
-
παρουσιάσω
)
Συνώνυμα
θυσιασμός
προσφορά
αφιέρωμα
3
Αντώνυμα
κρατώ
διατηρώ
φυλάσσω
3
Ορισμός
Να κάνω μια θυσία, να δώσω κάτι σημαντικό για έναν σκοπό.
Να προσφέρω κάτι, ιδιαίτερα σε θρησκευτικό πλαίσιο.
Να παραιτηθώ από κάτι για το καλό κάποιου άλλου.
3
Παραδείγματα
Θα θυσιάσω τον ελεύθερο χρόνο μου για να βοηθήσω την οικογένειά μου.
Στην αρχαία Ελλάδα, οι άνθρωποι θυσίαζαν ζώα στους θεούς.
Δεν μπορώ να θυσιάσω τις αρχές μου για κανένα λόγο.
3