1. Λέξη
    θυσιάσω (ρήμα) - (παρόμοια: θυσιάζω - θυσιάζομαι - παρουσιάσω)
  2. Συνώνυμα
    • θυσιασμός
    • προσφορά
    • αφιέρωμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρατώ
    • διατηρώ
    • φυλάσσω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω μια θυσία, να δώσω κάτι σημαντικό για έναν σκοπό.
    • Να προσφέρω κάτι, ιδιαίτερα σε θρησκευτικό πλαίσιο.
    • Να παραιτηθώ από κάτι για το καλό κάποιου άλλου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα θυσιάσω τον ελεύθερο χρόνο μου για να βοηθήσω την οικογένειά μου.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι άνθρωποι θυσίαζαν ζώα στους θεούς.
    • Δεν μπορώ να θυσιάσω τις αρχές μου για κανένα λόγο.
    3