Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θυσιάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
παρουσιάζομαι
-
ενθουσιάζομαι
-
θυσιάζω
-
βιάζομαι
-
νοιάζομαι
-
διπλασιάζομαι
-
χρειάζομαι
-
εντυπωσιάζομαι
-
θυσιάσω
-
υποψιάζομαι
-
ξαφνιάζομαι
)
Συνώνυμα
θυσία
αφιερώνομαι
προσφέρω
3
Αντώνυμα
διατηρώ
κρατώ
συγκρατώ
3
Ορισμός
Προσφέρω κάτι με θυσία, συνήθως για λόγους θρησκευτικούς ή ηθικούς.
Δίνω ή παραχωρώ κάτι πολύτιμο για το καλό κάποιου άλλου.
Υποβάλλω τον εαυτό μου σε δυσκολίες ή στερήσεις για έναν σκοπό.
3
Παραδείγματα
Ο στρατιώτης θυσιάστηκε για να σώσει τους συντρόφους του.
Η μητέρα θυσιάζεται καθημερινά για την ευτυχία των παιδιών της.
Θυσιάστηκε η καριέρα του για να φροντίσει την οικογένειά του.
3