1. Συνώνυμα
    • θυσία
    • αφιερώνομαι
    • προσφέρω
    3
  2. Αντώνυμα
    • διατηρώ
    • κρατώ
    • συγκρατώ
    3
  3. Ορισμός
    • Προσφέρω κάτι με θυσία, συνήθως για λόγους θρησκευτικούς ή ηθικούς.
    • Δίνω ή παραχωρώ κάτι πολύτιμο για το καλό κάποιου άλλου.
    • Υποβάλλω τον εαυτό μου σε δυσκολίες ή στερήσεις για έναν σκοπό.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο στρατιώτης θυσιάστηκε για να σώσει τους συντρόφους του.
    • Η μητέρα θυσιάζεται καθημερινά για την ευτυχία των παιδιών της.
    • Θυσιάστηκε η καριέρα του για να φροντίσει την οικογένειά του.
    3