Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιεραρχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεραρχία
)
Συνώνυμα
διάταξη
τάξη
δομή
συστήματα
4
Αντώνυμα
αταξία
αναρχία
ασυνεκτικότητα
3
Ορισμός
Η οργάνωση ανθρώπων ή πραγμάτων σε μια σειρά επιπέδων ανάλογα με τη σημασία ή την εξουσία τους.
Μια σειρά από στοιχεία ταξινομημένα σύμφωνα με τη σημασία ή την ιεραρχική τους θέση.
2
Παραδείγματα
Η ιεραρχία στην εκκλησία περιλαμβάνει διάφορους βαθμούς κληρικών.
Στην εταιρεία υπάρχει μια αυστηρή ιεραρχία που καθορίζει τις αρμοδιότητες του καθενός.
2