1. Λέξη
    ιεραρχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μεραρχία)
  2. Συνώνυμα
    • διάταξη
    • τάξη
    • δομή
    • συστήματα
    4
  3. Αντώνυμα
    • αταξία
    • αναρχία
    • ασυνεκτικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η οργάνωση ανθρώπων ή πραγμάτων σε μια σειρά επιπέδων ανάλογα με τη σημασία ή την εξουσία τους.
    • Μια σειρά από στοιχεία ταξινομημένα σύμφωνα με τη σημασία ή την ιεραρχική τους θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ιεραρχία στην εκκλησία περιλαμβάνει διάφορους βαθμούς κληρικών.
    • Στην εταιρεία υπάρχει μια αυστηρή ιεραρχία που καθορίζει τις αρμοδιότητες του καθενός.
    2