Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεραρχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ιεραρχία
-
μοναρχία
)
Συνώνυμα
στρατιωτική μονάδα
στρατιωτική ομάδα
στρατιωτική δύναμη
3
Αντώνυμα
ατομικότητα
μοναδικότητα
2
Ορισμός
Μια μεγάλη στρατιωτική μονάδα που αποτελείται συνήθως από πολλά τάγματα και άλλες υπομονάδες.
Μια οργανωμένη ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί για έναν κοινό σκοπό.
2
Παραδείγματα
Η μεραρχία κινήθηκε γρήγορα για να καταλάβει τις στρατηγικές θέσεις.
Μια μεραρχία εθελοντών συγκεντρώθηκε για να βοηθήσει στις προσπάθειες διάσωσης.
2