1. Λέξη
    ιθαγενής (επίθετο) - (παρόμοια: αγενής)
  2. Συνώνυμα
    • ντόπιος
    • αυτόχθων
    • γηγενής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξένος
    • αλλοδαπός
    • μεταναστευτικός
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που κατάγεται από την ίδια χώρα ή περιοχή.
    • Αυτός που ζει στην περιοχή από την οποία κατάγεται.
    • Αυτός που ανήκει στην αρχική πληθυσμιακή ομάδα μιας περιοχής.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ονομάζονται Αβορίγινες.
    • Η ιθαγενής χλωρίδα και πανίδα της περιοχής είναι μοναδική.
    • Οι ιθαγενείς κάτοικοι της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν για την κατασκευή του φράγματος.
    3