Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιθαγενής (επίθετο) - (παρόμοια:
αγενής
)
Συνώνυμα
ντόπιος
αυτόχθων
γηγενής
3
Αντώνυμα
ξένος
αλλοδαπός
μεταναστευτικός
3
Ορισμός
Αυτός που κατάγεται από την ίδια χώρα ή περιοχή.
Αυτός που ζει στην περιοχή από την οποία κατάγεται.
Αυτός που ανήκει στην αρχική πληθυσμιακή ομάδα μιας περιοχής.
3
Παραδείγματα
Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας ονομάζονται Αβορίγινες.
Η ιθαγενής χλωρίδα και πανίδα της περιοχής είναι μοναδική.
Οι ιθαγενείς κάτοικοι της περιοχής διαμαρτυρήθηκαν για την κατασκευή του φράγματος.
3