Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ινδιάνικος (επίθετο) - (παρόμοια:
ινδιάνικο
-
ινδιάνος
-
ινδιάνα
)
Συνώνυμα
εξωτικός
ασιατικός
ανατολίτικος
3
Αντώνυμα
ευρωπαϊκός
δυτικός
τοπικός
3
Ορισμός
Σχετικός με την Ινδία ή τους κατοίκους της.
Χαρακτηριστικός της Ινδίας ή του πολιτισμού της.
Που προέρχεται από την Ινδία.
3
Παραδείγματα
Η ινδιάνικη κουζίνα είναι γνωστή για τα πικάντικα πιάτα της.
Αγόρασε ένα ινδιάνικο σάρι από το ταξίδι της.
Ο ινδιάνικος πολιτισμός έχει βαθιές ρίζες και παράδοση.
3