1. Λέξη
    ινδιάνα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ινδιάνος - ινδιάνικο - ινδιάνικος - ιντιάνα - διάνα)
  2. Συνώνυμα
    • Ινδιάνα
    • Ινδιάνα γυναίκα
    • Ινδιάνα κατοίκος
    3
  3. Αντώνυμα
    • Άνδρας Ινδιάνος
    • μη Ινδιάνα
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που ανήκει σε ιθαγενή φυλή της Αμερικής.
    • Κατοίκος της Ινδίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Ινδιάνα φορούσε παραδοσιακή ενδυμασία.
    • Μια Ινδιάνα από την φυλή των Σιού έδειξε το δρόμο.
    2