1. Λέξη
    ιππότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πότης)
  2. Συνώνυμα
    • καβαλάρης
    • στρατιώτης
    • ευγενής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγροίκος
    • απλός πολίτης
    2
  4. Ορισμός
    • Άτομο που ανήκει σε μια τάξη ευγενών, ιδιαίτερα κατά τον Μεσαίωνα, και συνήθως εκπαιδευμένο στη χρήση όπλων και στην ιππασία.
    • Άτομο που χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, τιμή και αφοσίωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ιππότης έσωσε την πριγκίπισσα από τον δράκο.
    • Ήταν ένας πραγματικός ιππότης, πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί τους αδύναμους.
    2