Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ιππότης
-
πότε
-
προδότης
)
Συνώνυμα
ποτηριούχος
πιωμένος
μεθυσμένος
3
Αντώνυμα
νηφάλιος
αποχή
απέχων
3
Ορισμός
Αυτός που πίνει συχνά αλκοολούχα ποτά.
Πρόσωπο που έχει εξαρτηθεί από το αλκοόλ.
2
Παραδείγματα
Ο πάτερ ηγούμενος τον είχε αποκαλέσει πότη και αλήτη.
Μετά από χρόνια κατανάλωσης αλκοόλ, έγινε ένας αληθινός πότης.
2