1. Λέξη
    πότης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ιππότης - πότε - προδότης)
  2. Συνώνυμα
    • ποτηριούχος
    • πιωμένος
    • μεθυσμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • νηφάλιος
    • αποχή
    • απέχων
    3
  4. Ορισμός
    • Αυτός που πίνει συχνά αλκοολούχα ποτά.
    • Πρόσωπο που έχει εξαρτηθεί από το αλκοόλ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πάτερ ηγούμενος τον είχε αποκαλέσει πότη και αλήτη.
    • Μετά από χρόνια κατανάλωσης αλκοόλ, έγινε ένας αληθινός πότης.
    2