Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιπτάμενη (επίθετο) - (παρόμοια:
ιπτάμενος
)
Συνώνυμα
πετών
αιρόμενος
αερομεταφερόμενος
3
Αντώνυμα
γήινος
επίγειος
στάσιμος
3
Ορισμός
που μπορεί να πετάει ή να μεταφέρεται στον αέρα
που σχετίζεται με την πτήση ή την ιπταμένη κίνηση
2
Παραδείγματα
Η ιπτάμενη αγελάδα ήταν ένα αστείο που έκανε τους πάντες να γελούν.
Τα ιπτάμενα ποτήρια στο πάρτι ήταν μια μαγευτική εικόνα.
2