Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιπτάμενος (επίθετο) - (παρόμοια:
ιπτάμενη
-
προϊστάμενος
)
Συνώνυμα
πετώντας
αιρόμενος
ανεμίζων
3
Αντώνυμα
καθιστός
ακίνητος
σταθερός
3
Ορισμός
Που κινείται στον αέρα ή έχει την ικανότητα να πετάει.
Που αιωρείται ή μετακινείται στον αέρα χωρίς στήριξη στο έδαφος.
2
Παραδείγματα
Το ιπτάμενο ψάρι πέταξε πάνω από τα κύματα.
Ο ιπτάμενος δίσκος έκανε απίθανες κινήσεις στον αέρα.
2