1. Λέξη
    ιπτάμενος (επίθετο) - (παρόμοια: ιπτάμενη - προϊστάμενος)
  2. Συνώνυμα
    • πετώντας
    • αιρόμενος
    • ανεμίζων
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθιστός
    • ακίνητος
    • σταθερός
    3
  4. Ορισμός
    • Που κινείται στον αέρα ή έχει την ικανότητα να πετάει.
    • Που αιωρείται ή μετακινείται στον αέρα χωρίς στήριξη στο έδαφος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ιπτάμενο ψάρι πέταξε πάνω από τα κύματα.
    • Ο ιπτάμενος δίσκος έκανε απίθανες κινήσεις στον αέρα.
    2