Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ιρλανδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ιρλανδός
-
ολλανδικός
-
ινδικός
)
Συνώνυμα
Ιρλανδέζικος
1
Αντώνυμα
μη ιρλανδικός
ξένος
2
Ορισμός
Ανήκων ή σχετικός με την Ιρλανδία ή τους κατοίκους της.
Χαρακτηριστικός της Ιρλανδίας ή του πολιτισμού της.
2
Παραδείγματα
Το ιρλανδικό ποτό Guinness είναι διάσημο σε όλο τον κόσμο.
Ο ιρλανδικός πολιτισμός είναι γνωστός για τη μουσική και τους χορούς του.
2