1. Λέξη
    ιρλανδικός (επίθετο) - (παρόμοια: ιρλανδός - ολλανδικός - ινδικός)
  2. Συνώνυμα
    • Ιρλανδέζικος
    1
  3. Αντώνυμα
    • μη ιρλανδικός
    • ξένος
    2
  4. Ορισμός
    • Ανήκων ή σχετικός με την Ιρλανδία ή τους κατοίκους της.
    • Χαρακτηριστικός της Ιρλανδίας ή του πολιτισμού της.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το ιρλανδικό ποτό Guinness είναι διάσημο σε όλο τον κόσμο.
    • Ο ιρλανδικός πολιτισμός είναι γνωστός για τη μουσική και τους χορούς του.
    2