Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολλανδικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ολλανδός
-
ιρλανδικός
-
ολλανδία
-
ολικός
-
οδικός
-
ινδικός
)
Συνώνυμα
ολλανδικός
ολλανδέζικος
2
Αντώνυμα
μη ολλανδικός
ξένος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την Ολλανδία ή τους Ολλανδούς
που προέρχεται από την Ολλανδία
2
Παραδείγματα
Ο ολλανδικός τυρί είναι πολύ δημοφιλής.
Η ολλανδική ομάδα αγωνίστηκε καλά στο τουρνουά.
2