1. Λέξη
    ολλανδικός (επίθετο) - (παρόμοια: ολλανδός - ιρλανδικός - ολλανδία - ολικός - οδικός - ινδικός)
  2. Συνώνυμα
    • ολλανδικός
    • ολλανδέζικος
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη ολλανδικός
    • ξένος
    2
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με την Ολλανδία ή τους Ολλανδούς
    • που προέρχεται από την Ολλανδία
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ολλανδικός τυρί είναι πολύ δημοφιλής.
    • Η ολλανδική ομάδα αγωνίστηκε καλά στο τουρνουά.
    2