Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ισχύς (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ισχύω
)
Συνώνυμα
δύναμη
ενέργεια
ισχυρότητα
3
Αντώνυμα
αδυναμία
ασθένεια
2
Ορισμός
Η ικανότητα να επιτελείται μια δράση ή να επιβάλλεται μια θέση.
Η φυσική ή ψυχική δύναμη που διαθέτει κάποιος.
2
Παραδείγματα
Η ισχύς του ανέμου ήταν τόσο μεγάλη που έριξε δέντρα.
Η ισχύς της επιχείρησης έγκειται στην καινοτομία της.
2