Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ισχύω (ρήμα) - (παρόμοια:
ισχύς
-
ενισχύω
)
Συνώνυμα
επικρατώ
υπάρχω
ισχύει
ενεργώ
4
Αντώνυμα
ακυρώνομαι
παύω
αποτυγχάνω
3
Ορισμός
Έχω νομική ή επίσημη ισχύ.
Είμαι σε ισχύ ή σε εφαρμογή.
Έχω δύναμη ή επιρροή.
3
Παραδείγματα
Η νέα νομοθεσία θα ισχύσει από την επόμενη εβδομάδα.
Η άδεια σου δεν ισχύει πια.
Η αρχαία παροιμία εξακολουθεί να ισχύει σήμερα.
3