1. Λέξη
    ισχύω (ρήμα) - (παρόμοια: ισχύς - ενισχύω)
  2. Συνώνυμα
    • επικρατώ
    • υπάρχω
    • ισχύει
    • ενεργώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • ακυρώνομαι
    • παύω
    • αποτυγχάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Έχω νομική ή επίσημη ισχύ.
    • Είμαι σε ισχύ ή σε εφαρμογή.
    • Έχω δύναμη ή επιρροή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η νέα νομοθεσία θα ισχύσει από την επόμενη εβδομάδα.
    • Η άδεια σου δεν ισχύει πια.
    • Η αρχαία παροιμία εξακολουθεί να ισχύει σήμερα.
    3