Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κάστορας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μάστορας
-
πάστορας
-
νέστορας
-
κάστα
)
Συνώνυμα
βιβέρ
καστοριοειδές
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Θηλαστικό της οικογένειας των Καστοριδών, γνωστό για την ικανότητά του να κατασκευάζει φράγματα και κατοικίες σε ποτάμια και λίμνες.
Το τρίχωμα του ζώου αυτού, που χρησιμοποιείται στη βιοτεχνία.
2
Παραδείγματα
Ο κάστορας χτίζει φράγματα με κλαδιά και λάσπη.
Το παλτό ήταν φτιαγμένο από κάστορα.
2