1. Λέξη
    κάστα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κάστανο - κάστρο - κάστερ - κάσι - κάσα - κάστινγκ - κάστορας - κάλλιστα)
  2. Συνώνυμα
    • κουτί
    • θήκη
    • κιβώτιο
    3
  3. Αντώνυμα
    • άδειο
    • ανοικτό
    2
  4. Ορισμός
    • ένα κουτί ή δοχείο για την αποθήκευση ή τη μεταφορά αντικειμένων
    • ένα είδος δοχείου που χρησιμοποιείται για την προστασία ή την οργάνωση αντικειμένων
    2
  5. Παραδείγματα
    • Έβαλα τα κόσμημα σε μια μικρή κάστα.
    • Η κάστα με τα εργαλεία ήταν πολύ βαρύ.
    2