Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαρόαιμο (επίθετο) - (παρόμοια:
καθαρός
-
καθαρά
-
καθαρότητα
)
Συνώνυμα
αγνός
αμόλυντος
αψεγάδιαστος
3
Αντώνυμα
μολυσμένος
βεβηλωμένος
ρυπαρός
3
Ορισμός
Που δεν έχει μολυνθεί ή αλλοιωθεί.
Που είναι αγνός και χωρίς καμία ατέλεια.
Που ανήκει σε καθαρή φυλή ή ράτσα.
3
Παραδείγματα
Το καθαρόαιμο άλογο ήταν η περηφάνια του ιπποφορβείου.
Η οικογένειά του διατηρούσε καθαρόαιμες παραδόσεις για γενιές.
Οι ερευνητές μελέτησαν τα χαρακτηριστικά των καθαρόαιμων ζώων.
3