1. Λέξη
    καθαρόαιμο (επίθετο) - (παρόμοια: καθαρός - καθαρά - καθαρότητα)
  2. Συνώνυμα
    • αγνός
    • αμόλυντος
    • αψεγάδιαστος
    3
  3. Αντώνυμα
    • μολυσμένος
    • βεβηλωμένος
    • ρυπαρός
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει μολυνθεί ή αλλοιωθεί.
    • Που είναι αγνός και χωρίς καμία ατέλεια.
    • Που ανήκει σε καθαρή φυλή ή ράτσα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το καθαρόαιμο άλογο ήταν η περηφάνια του ιπποφορβείου.
    • Η οικογένειά του διατηρούσε καθαρόαιμες παραδόσεις για γενιές.
    • Οι ερευνητές μελέτησαν τα χαρακτηριστικά των καθαρόαιμων ζώων.
    3