Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαρά (επίρρημα) - (παρόμοια:
καθαρός
-
καθαρίσω
-
καθαρίζω
-
καθαρτικό
-
καθαριστώ
-
καθαρίσει
-
καθαρισμός
-
καθαριστής
-
καθαρίζετε
-
καθαρότητα
-
καθαρόαιμο
-
καθαρτήριο
-
καθαριότητα
-
καθαρίστρια
-
καθαριστικό
)
Συνώνυμα
αγνά
ξεκάθαρα
απολύτως
3
Αντώνυμα
βρώμικα
ασαφώς
συγκεχυμένα
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει καθαρότητα ή αγνότητα.
Χωρίς καμία αμφιβολία ή σύγχυση.
2
Παραδείγματα
Η γυναίκα μίλησε καθαρά και χωρίς δισταγμό.
Ο ουρανός ήταν καθαρά μπλε χωρίς ούτε ένα σύννεφο.
2