1. Συνώνυμα
    • αγνά
    • ξεκάθαρα
    • απολύτως
    3
  2. Αντώνυμα
    • βρώμικα
    • ασαφώς
    • συγκεχυμένα
    3
  3. Ορισμός
    • Με τρόπο που δείχνει καθαρότητα ή αγνότητα.
    • Χωρίς καμία αμφιβολία ή σύγχυση.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η γυναίκα μίλησε καθαρά και χωρίς δισταγμό.
    • Ο ουρανός ήταν καθαρά μπλε χωρίς ούτε ένα σύννεφο.
    2