Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθηγήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθαρίστρια
)
Συνώνυμα
δασκάλα
εκπαιδεύτρια
διδάσκαλος
3
Αντώνυμα
μαθητής
φοιτητής
2
Ορισμός
Γυναίκα που διδάσκει σε εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Ειδική σε έναν τομέα γνώσης που μεταδίδει γνώσεις σε άλλους.
2
Παραδείγματα
Η καθηγήτρια της ιστορίας μας εξήγησε τα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η νέα καθηγήτρια των μαθηματικών είναι πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους μαθητές.
2