Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθαρίστρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καθαρίσω
-
καθαρίσει
-
καθαρίζω
-
καθαρά
-
καθηγήτρια
-
καθαρίζετε
)
Συνώνυμα
καθαρίστρα
καθαριστής
περιπολικός
3
Αντώνυμα
βρωμιάρης
ακαθαρσιάρης
2
Ορισμός
Γυναίκα που εργάζεται στον καθαρισμό χώρων ή αντικειμένων.
Επαγγελματίας που ασχολείται με τον καθαρισμό κτιρίων, γραφείων ή άλλων χώρων.
2
Παραδείγματα
Η καθαρίστρια καθάρισε όλο το γραφείο πριν φύγει.
Στο ξενοδοχείο δουλεύουν πολλές καθαρίστριες για να διατηρείται πάντα καθαρό.
2