1. Λέξη
    καθαρίστρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καθαρίσω - καθαρίσει - καθαρίζω - καθαρά - καθηγήτρια - καθαρίζετε)
  2. Συνώνυμα
    • καθαρίστρα
    • καθαριστής
    • περιπολικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • βρωμιάρης
    • ακαθαρσιάρης
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που εργάζεται στον καθαρισμό χώρων ή αντικειμένων.
    • Επαγγελματίας που ασχολείται με τον καθαρισμό κτιρίων, γραφείων ή άλλων χώρων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η καθαρίστρια καθάρισε όλο το γραφείο πριν φύγει.
    • Στο ξενοδοχείο δουλεύουν πολλές καθαρίστριες για να διατηρείται πάντα καθαρό.
    2