Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθημερινά (επίρρημα) - (παρόμοια:
καθημερινός
-
καθημερινότητα
)
Συνώνυμα
κάθε μέρα
συχνά
τακτικά
3
Αντώνυμα
σπάνια
ακανόνιστα
περιστασιακά
3
Ορισμός
Κάθε μέρα, με καθημερινή συχνότητα.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς διακοπή.
2
Παραδείγματα
Πηγαίνω στο γυμναστήριο καθημερινά.
Καθημερινά ενημερώνεται για τα τελευταία νέα.
2