1. Λέξη
    καθημερινά (επίρρημα) - (παρόμοια: καθημερινός - καθημερινότητα)
  2. Συνώνυμα
    • κάθε μέρα
    • συχνά
    • τακτικά
    3
  3. Αντώνυμα
    • σπάνια
    • ακανόνιστα
    • περιστασιακά
    3
  4. Ορισμός
    • Κάθε μέρα, με καθημερινή συχνότητα.
    • Σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς διακοπή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πηγαίνω στο γυμναστήριο καθημερινά.
    • Καθημερινά ενημερώνεται για τα τελευταία νέα.
    2