1. Λέξη
    καθημερινός (επίθετο) - (παρόμοια: καθημερινά - καθημερινότητα - σημερινός - ισημερινός - χειμερινός)
  2. Συνώνυμα
    • συνηθισμένος
    • κοινός
    • συνήθης
    • τυπικός
    4
  3. Αντώνυμα
    • ασυνήθιστος
    • ασυνήθης
    • εξαιρετικός
    • ασυνήθιστος
    4
  4. Ορισμός
    • Που συμβαίνει ή υπάρχει κάθε μέρα.
    • Που αφορά την καθημερινή ζωή ή τη ρουτίνα.
    • Που δεν ξεχωρίζει για κάτι ιδιαίτερο, συνηθισμένος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι καθημερινές υποχρεώσεις μου με κουράζουν.
    • Η καθημερινή διαδρομή για τη δουλειά γίνεται βαρετή.
    • Ένα καθημερινό γεγονός που δεν προκαλεί έκπληξη.
    3