Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθημερινός (επίθετο) - (παρόμοια:
καθημερινά
-
καθημερινότητα
-
σημερινός
-
ισημερινός
-
χειμερινός
)
Συνώνυμα
συνηθισμένος
κοινός
συνήθης
τυπικός
4
Αντώνυμα
ασυνήθιστος
ασυνήθης
εξαιρετικός
ασυνήθιστος
4
Ορισμός
Που συμβαίνει ή υπάρχει κάθε μέρα.
Που αφορά την καθημερινή ζωή ή τη ρουτίνα.
Που δεν ξεχωρίζει για κάτι ιδιαίτερο, συνηθισμένος.
3
Παραδείγματα
Οι καθημερινές υποχρεώσεις μου με κουράζουν.
Η καθημερινή διαδρομή για τη δουλειά γίνεται βαρετή.
Ένα καθημερινό γεγονός που δεν προκαλεί έκπληξη.
3