Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθοδηγώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καθοδηγητής
-
οδηγώ
)
Συνώνυμα
κατευθύνω
οδηγώ
διευθύνω
3
Αντώνυμα
αποπροσανατολίζω
παραπλανώ
2
Ορισμός
Να κατευθύνω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ή δράση.
Να παρέχω οδηγίες ή συμβουλές για να βοηθήσω κάποιον να επιτύχει έναν στόχο.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος καθοδηγεί τους μαθητές στη μελέτη τους.
Η εταιρεία καθοδηγείται από τις αρχές της βιωσιμότητας.
2