1. Λέξη
    οδηγώ (ρήμα) - (παρόμοια: οδηγός - οδηγία - οδηγηθώ - καθοδηγώ)
  2. Συνώνυμα
    • καθοδηγώ
    • κατευθύνω
    • διευθύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακολουθώ
    • παρασύρω
    2
  4. Ορισμός
    • Να δείχνω ή να εξηγώ τον δρόμο σε κάποιον.
    • Να κατευθύνω ή να διευθύνω κάποιον ή κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    • Να είμαι υπεύθυνος για τη λειτουργία ή την κίνηση ενός οχήματος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οδήγησε το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι.
    • Ο δάσκαλος οδηγούσε τους μαθητές στη σωστή απάντηση.
    • Η πινακίδα οδηγούσε τους τουρίστες προς το μουσείο.
    3