Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οδηγώ (ρήμα) - (παρόμοια:
οδηγός
-
οδηγία
-
οδηγηθώ
-
καθοδηγώ
)
Συνώνυμα
καθοδηγώ
κατευθύνω
διευθύνω
3
Αντώνυμα
ακολουθώ
παρασύρω
2
Ορισμός
Να δείχνω ή να εξηγώ τον δρόμο σε κάποιον.
Να κατευθύνω ή να διευθύνω κάποιον ή κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Να είμαι υπεύθυνος για τη λειτουργία ή την κίνηση ενός οχήματος.
3
Παραδείγματα
Οδήγησε το αυτοκίνητο μέχρι το σπίτι.
Ο δάσκαλος οδηγούσε τους μαθητές στη σωστή απάντηση.
Η πινακίδα οδηγούσε τους τουρίστες προς το μουσείο.
3