1. Λέξη
    κάθομαι (ρήμα) - (παρόμοια: καθομαι)
  2. Συνώνυμα
    • καθίζω
    • καταλαμβάνω θέση
    • παραμένω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σηκώνομαι
    • ανασηκώνομαι
    • κινώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι σε θέση ανάπαυσης με το σώμα στηριγμένο σε κάποια επιφάνεια.
    • Να παραμένω σε μια θέση ή κατάσταση για κάποιο χρονικό διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθομαι στο καναπέ και βλέπω τηλεόραση.
    • Συνήθως κάθομαι στο ίδιο τραπέζι όταν πάω σε αυτό το καφέ.
    2