Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κάθομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
καθομαι
)
Συνώνυμα
καθίζω
καταλαμβάνω θέση
παραμένω
3
Αντώνυμα
σηκώνομαι
ανασηκώνομαι
κινώ
3
Ορισμός
Να βρίσκομαι σε θέση ανάπαυσης με το σώμα στηριγμένο σε κάποια επιφάνεια.
Να παραμένω σε μια θέση ή κατάσταση για κάποιο χρονικό διάστημα.
2
Παραδείγματα
Κάθομαι στο καναπέ και βλέπω τηλεόραση.
Συνήθως κάθομαι στο ίδιο τραπέζι όταν πάω σε αυτό το καφέ.
2